θαυμαστοί

θαυμαστοί
θαυμαστός
wonderful
masc nom/voc pl
θαυμαστόω
magnify
pres subj mp 2nd sg
θαυμαστόω
magnify
pres ind mp 2nd sg
θαυμαστόω
magnify
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θαυμαστοῖ — θαυμαστόω magnify pres ind mp 2nd sg θαυμαστόω magnify pres opt act 3rd sg θαυμαστόω magnify pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… …   Dictionary of Greek

  • Παλισύ, Μπερνάρ — (Palissy, 1510 – 1590). Γάλλος κεραμουργός. Αυτοδίδακτος, αφού εργάστηκε ως εφυαλωτής σε διάφορα μέρη, εγκαταστάθηκε το 1535 στη Σεντ της Σαράντ και μελέτησε νέους τρόπους και τόνους εφυάλωσης των κεραμικών, που έδωσαν λαμπρά αποτελέσματα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Πάναινος — Ζωγράφος που έζησε τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., ίσως Αθηναίος, συγγενής (πιθανόν αδελφός) του Φειδία. Ανήκε στον πολυγνώτειο κύκλο και με τον Πολύγνωτο και τον Μίκωνα πήρε μέρος στη διακόσμηση της Ποικίλης Στοάς των Αθηνών, ζωγραφίζοντας τη μάχη του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”